- φυσιογράφος
- οαυτός που ασχολείται με τη φυσιογραφία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσιογράφος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. physiographer < φυσιο (για τη μορφή βλ. λ. φύση) + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Νικ. Πίκκολο] … Dictionary of Greek
φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… … Dictionary of Greek